αγοραιος

αγοραιος
    ἀγοραῖος
    2
    1) покровительствующий народным собраниям
    

(Ζεύς Her., Aesch., Eur.)

    2) покровительствующий торговле
    

(Ἑρμῆς Arph.)

    3) рыночный, базарный
    

(ὄχλος Xen., Plut.; δῆμος Arst.)

    ἀγοραῖα τέλη Arst. — рыночные пошлины

    4) площадной, грубый, вульгарный
    

(σκώμματα Arph.; φιλία Arst.; ὀνόματα Luc.; λόγοι Plut.)

    5) умеющий выступить в народном собрании или на суде
    

ἀ. καὴ πολιτικός Plut. — опытный политический деятель;

    ἀνέρ ἀ. Plut. — искусный адвокат


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγοραιος" в других словарях:

  • ἀγοραῖος — in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • αγοραίος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με την αγορά: Αυτή είναι η αγοραία του τιμή. 2. χυδαίος, τιποτένιος: Μεταχειρίζεται εκφράσεις αγοραίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγοραίος Κολωνός — Ονομασία του λόφου της αρχαίας Αγοράς που βρισκόταν κοντά στο Ευρυσάκειο και τον ναό του Ηφαίστου (το σημερινό Θησείο). Ο λόφος αυτός (υψόμ. 68,6 μ.), εξαιτίας της κεντρικής του θέσης (αποτελεί προεξοχή του λόφου της Πνύκας), ήταν τόπος όπου… …   Dictionary of Greek

  • ἀγοραιότερον — ἀγοραῖος in adverbial comp ἀγοραῖος in masc acc comp sg ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραιοτέρων — ἀγοραῖος in fem gen comp pl ἀγοραῖος in masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖον — ἀγοραῖος in masc/fem acc sg ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραίως — ἀγοραῖος in adverbial ἀγοραῖος in masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖα — ἀγοραῖος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖε — ἀγοραῖος in masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοραῖοι — ἀγοραῖος in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»